- φυσαλλίδας
- φυσαλλίςbladderfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φυσοειδής — ές, ΜΑ αυτός που έχει το σχήμα φυσαλλίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φῦσα + ειδής*] … Dictionary of Greek
ορίζοντας, τεχνητός — Όργανο, το οποίο, με διάφορους τρόπους και για διάφορους σκοπούς, υλοποιεί το οριζόντιο επίπεδο ή το ίχνος του. Στο ναυτικό, όταν δεν υπήρχε ή δεν λειτουργούσε με ικανοποιητική συχνότητα και ακρίβεια η ραδιοτηλεγραφική μετάδοση της ώρας,… … Dictionary of Greek